φούρκισμα

φούρκισμα
[фуркизма] ουσ. о. повешение, досада, раздражение

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φούρκισμα" в других словарях:

  • φούρκισμα — το, ΝΜ [φουρκίζω] κρέμασμα στη φούρκα, απαγχονισμός νεοελλ. μτφ. εξοργισμός, θυμός, φούρκα …   Dictionary of Greek

  • φούρκισμα — το, ατος 1. απαγχονισμός, κρέμασμα, κρεμάλα, φούρκα. 2. εξόργιση, άναμμα θυμού χωρίς εκδηλώσεις παραφοράς, πεισμάτωμα, πικάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουρκισιά — η, Ν φούρκισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουρκίζω + κατάλ. ιά (πρβλ. βρισ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • εξόργιση — η το να κάνεις κάποιον να θυμώσει, εξερέθιση, φούρκισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσίνισμα — το, ατος 1. το κλότσημα των ζώων, η κλοτσιά, το λάκτισμα. 2. μτφ. (για ανθρώπους), ερεθισμός, εξοργισμός, φούρκισμα, αγρίεμα: Αν του φερθείς άσχημα, βλέπεις το τσίνισμά του. 3. μτφ., δυστροπία, κακοτροπία, δυσανασχέτηση: Του ζήτησα δανεικά και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουρκισιά — η φούρκισμα (βλ. λ.), εξόργιση που δεν εκδηλώνεται: Είχε φουρκισιά απ τα λόγια που του είπε ο προϊστάμενος, μα δεν αποκρίθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»